- ξαναμοιράζω
- μετ.1) снова распределять, перераспределять; 2) пересдавать (карты)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναδατέομαι — ἀναδατέομαι (Α) διανέμω εκ νέου, ξαναδιαιρώ, ξαναμοιράζω, εκτελώ αναδασμό τής γής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δατέομαι. ΠΑΡ. ἀναδασμός αρχ. ἀνάδαστος (μσν. –νεοελλ.) αναδάσιμος] … Dictionary of Greek
ανανέμω — ἀνανέμω και ποιητ. ἀννέμω (Α) [νέμω] 1. διανέμω εκ νέου, ξαναμοιράζω 2. διαβάζω, απαγγέλλω 3. μέσ. κάνω αρίθμηση, υπολογίζω, λογαριάζω … Dictionary of Greek